φλαμένκα

φλαμένκα
η, Ν
βλ. φλαμέγκο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλαμέγκο — και φλαμένκο, το, και φλαμένκα, η, Ν είδος ισπανικού χορού και μιας αντίστοιχης μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. flamenco «φλαμανδικός, τσιγγάνικος, φανταχτερός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”